ΜΕΝΟΥ

Σπύρος Σαπουνάς: Η καινοτομία της ιατρικής τεχνολογίας στην πρόληψη και διαχείριση του σακχαρώδoυς διαβήτη!

Health Newsroom

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Health Next Generation (Τεύχος 26)

Γράφει ο Σπύρος Σαπουνάς, MD, MSc, PhD, ενδοκρινολόγος-διαβητολόγος, Β΄ αντιπρόεδρος ΕΟΦ

Η τεχνολογία έχει μεταμορφώσει δραματικά τη φροντίδα του σακχαρώδους διαβήτη, βελτιώνοντας τη διάγνωση, τη θεραπεία και την παρακολούθηση. Συστήματα συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGM), αντλίες ινσουλίνης, εφαρμογές κινητών και πλατφόρμες Τηλεϊατρικής επιτρέπουν σε ιατρούς και ασθενείς να παρακολουθούν τα επίπεδα γλυκόζης σε πραγματικό χρόνο και να παρεμβαίνουν άμεσα στη θεραπεία. Με αυτά τα εργαλεία, η λήψη αποφάσεων γίνεται πιο εξατομικευμένη – π.χ. διακόπτουν αυτόματα την έγχυση ινσουλίνης σε υπογλυκαιμία ή ενημερώνουν με ειδοποιήσεις σε απότομη αύξηση σακχάρου. Συνολικά, οι ψηφιακές τεχνολογίες προσφέρουν ευκολία, ασφάλεια και καλύτερο έλεγχο στη διαχείριση του διαβήτη.

Ο κ. Σπύρος Σαπουνάς

Ιστορικά, από τη δεκαετία του 1970 οι φορητοί μετρητές γλυκόζης έφεραν επανάσταση στον αυτοέλεγχο του διαβήτη. Στη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκαν οι πρώτες φορητές αντλίες ινσουλίνης για συνεχή έγχυση. Το 1999 κυκλοφόρησε το πρώτο οικιακό CGM σύστημα. Έκτοτε, οι αισθητήρες έγιναν πιο ακριβείς και εύχρηστοι (π.χ. νέοι αισθητήρες 10ήμερης διάρκειας χωρίς ανάγκη συχνών βαθμονομήσεων). Το 2016-17 κυκλοφόρησαν οι πρώτες «έξυπνες» λύσεις πλήρους αυτοματοποίησης (υβριδικός κλειστός βρόχος): Η αντλία προσαρμόζει αυτόματα τη βασική δόση ινσουλίνης με βάση τις μετρήσεις CGM. Σήμερα οι αισθητήρες συνδέονται με εφαρμογές στο κινητό και συστήματα αποθήκευσης δεδομένων σε cloud, επιτρέποντας συνεχή παρακολούθηση και αναλύσεις οι οποίες πριν δεν ήταν δυνατές.

Παρότι η οριστική διάγνωση του διαβήτη τίθεται με εργαστηριακές εξετάσεις (γλυκόζη νηστείας, HbA1c, δοκιμασία ανοχής γλυκόζης κ.ά.), η σύγχρονη τεχνολογία βοηθά στην έγκαιρη ανίχνευσή του. Φορητές συσκευές (φιλικές εφαρμογές, wearables) καταγράφουν δεδομένα όπως η δραστηριότητα, η διατροφή και βιολογικές λειτουργίες. Αλγόριθμοι Τεχνητής Νοημοσύνης μπορούν να αναλύσουν στοιχεία μεγάλης κλίμακας (π.χ. βιοδείκτες, χαρακτηριστικά εικόνων) και να βρουν κρυφά μοτίβα κινδύνου. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία επεκτείνει την ικανότητα έγκαιρης διάγνωσης πέρα από τα παραδοσιακά ιατρικά τεστ.

Πέρα όμως από τη διάγνωση, η τεχνολογία έχει μετασχηματίσει και τη θεραπευτική προσέγγιση. Οι αντλίες ινσουλίνης δίνουν έλεγχο για όλο το 24ωρο με πολύ μικρές, συνεχείς δόσεις, με τη δυνατότητα προσαρμογής και διαφοροποίησης κάθε ώρας. Πλέον, όταν ένας φορητός μετρητής συνδέεται με Bluetooth με την αντλία, οι τιμές γλυκόζης μεταφέρονται αυτόματα, αφαιρώντας τον ανθρώπινο παράγοντα στην εισαγωγή δεδομένων. Τα νεότερα συστήματα «κλειστού βρόχου» συνδυάζουν CGM και αντλία, ώστε ο αλγόριθμος να ρυθμίζει αυτομάτως τις δόσεις, προλαμβάνοντας υπογλυκαιμίες και υπεργλυκαιμίες. Επίσης, εφαρμογές κινητού βοηθούν στην τήρηση θεραπείας (π.χ. υπενθυμίσεις για ινσουλίνη, καταγραφή γευμάτων/άσκησης) και διευκολύνουν την επικοινωνία με τον ιατρό. Τέλος, η Τηλεϊατρική επιτρέπει σε ειδικούς να παρακολουθούν τις μετρήσεις απομακρυσμένα και να αλλάζουν σχήματα θεραπείας σε πραγματικό χρόνο, πάντα με την άδεια πρόσβασης του ασθενούς.

Στο ίδιο πλαίσιο, ένα από τα σημαντικότερα οφέλη των νέων τεχνολογιών είναι η μείωση επικίνδυνων επεισοδίων ακραίων τιμών. Τα CGM συστήματα στέλνουν ειδοποιήσεις όταν η γλυκόζη βγαίνει εκτός στόχων και πολλές αντλίες έχουν λειτουργία αναστολής πριν από χαμηλά επίπεδα. Έτσι όταν ένας αλγόριθμος προβλέψει πτώση γλυκόζης μέσω παρακολούθησης της τάσης, μειώνει ή σταματά προσωρινά την έκχυση ινσουλίνης. Με αυτόν τον τρόπο οι κλασικές σοβαρές υπογλυκαιμίες μειώνονται σημαντικά. Αντίστοιχα, ειδοποιήσεις έως και 60 λεπτά πριν από επικείμενη υπογλυκαιμία/υπεργλυκαιμία δίνουν χρόνο για διόρθωση (π.χ. κατανάλωση υδατανθράκων). Συνολικά, οι «έξυπνες» συσκευές διατηρούν το σάκχαρο πιο σταθερό και ασφαλές.

Οι εξελίξεις προχωρούν ραγδαία και η ευρεία διάδοση smartphones, φορητών αισθητήρων και συνδεδεμένων συσκευών Internet of Things («IoT») παρέχει δεδομένα ασθενούς 24/7. Στο άμεσο μέλλον αναμένονται αλγόριθμοι Τεχνητής Νοημοσύνης που θα μελετούν σε πραγματικό χρόνο αυτές τις μετρήσεις για πλήρη ρύθμιση θεραπείας. Υπάρχουν ήδη πειραματικά πρωτόκολλα που συνδυάζουν CGM και Τεχνητή Νοημοσύνη για πλήρως αυτόματο έλεγχο της γλυκόζης, ακόμα και συνδυασμούς φαρμάκων και ήπιων παρεμβάσεων (π.χ. εξωτερική νευροδιέγερση). Παράλληλα, τίθενται ζητήματα όπως η προστασία ευαίσθητων υγειονομικών δεδομένων και η μεροληψία των αλγορίθμων που πρέπει να επιλυθούν. Γενικά, η ιατρική τεχνολογία κινείται προς ένα μοντέλο πλήρως ψηφιακού διαβήτη, πάντα όμως υπό ιατρική επίβλεψη.

Τα ψηφιακά εργαλεία αξιοποιούνται και στην πρόληψη. Υπάρχουν εφαρμογές οι οποίες παρέχουν στα άτομα με προδιαβήτη καθοδήγηση μέσω μηνυμάτων, εκπαιδευτικών παιχνιδιών και online coaching. Μελετώνται ακόμα παρεμβάσεις μέσω SMS ή εμβληματικών apps διατροφής. Οι πρώτες έρευνες δείχνουν ότι με τέτοιες τεχνολογικά υποστηριζόμενες παρεμβάσεις επιτυγχάνεται σημαντική απώλεια βάρους και βελτίωση της ρύθμισης της γλυκόζης. Με άλλα λόγια, η ψηφιακή τεχνολογία διευρύνει την πρόσβαση σε προγράμματα διατροφής και άθλησης, με στόχο τη μείωση της μετάβασης από προδιαβήτη σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Εφαρμογές κινητών και wearables (π.χ. έξυπνα ρολόγια, αισθητήρες δραστηριότητας, συνεχείς μετρητές γλυκόζης) παρακολουθούν διατροφικές συνήθειες, άσκηση ή επίπεδα γλυκόζης και παρέχουν άμεση ανατροφοδότηση. Τέτοιες εφαρμογές έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στην απώλεια βάρους και τη μείωση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), γεγονός κομβικό για τη μείωση του κινδύνου διαβήτη. Π.χ. πιλοτική μελέτη σε άτομα με προδιαβήτη έδειξε ότι ένα πρόγραμμα που συνδύαζε αυτοματοποιημένα SMS με συσκευή Fitbit πέτυχε μέση απώλεια βάρους ~3,3 κιλά, μείωση ΔΜΣ και αύξηση σωματικής άσκησης. Παράλληλα, διασυνδεδεμένα ψηφιακά προγράμματα (online coaching, ψηφιακά DPP) πέτυχαν μεγαλύτερη μείωση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και μεγαλύτερο ποσοστό επαναφοράς σε φυσιολογικά επίπεδα HbA1c σε σχέση με την κλασική προσέγγιση.

Η Τηλεϊατρική και η απομακρυσμένη παρακολούθηση διευκολύνουν την εξατομίκευση των παρεμβάσεων (π.χ. διαδικτυακές συνεδρίες διαιτολόγων, τηλε-συμβουλευτική) με άμεση πρόσβαση. Επιπλέον, τα συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης αναλύουν μεγάλους όγκους δεδομένων (κλινικά στοιχεία, μετρήσεις από wearables, γενετικά δεδομένα) για να εντοπίσουν κρυφούς παράγοντες κινδύνου (π.χ. υψηλή αρτηριακή πίεση, κακή διατροφή, έλλειψη άσκησης, κακή ποιότητα ύπνου) και να προτείνουν εξατομικευμένες παρεμβάσεις. Συνολικά, τέτοιες ψηφιακές παρεμβάσεις οδηγούν σε υγιεινότερες συνήθειες (βέλτιστη διατροφή, αύξηση άσκησης) και σε βελτίωση δεικτών όπως το βάρος και η γλυκόζη, μειώνοντας έτσι σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.

Στον αντίποδα και παρά την πρόοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης, οι ειδικοί τονίζουν πως οι υπολογιστές δεν θα αντικαταστήσουν ποτέ πλήρως τον ιατρό. Η τεχνολογία είναι ένα εργαλείο του ιατρού και όχι υποκατάστασή του. Η ιατρική φροντίδα απαιτεί κρίση, ενσυναίσθηση, εμπειρία και εμπιστοσύνη – στοιχεία μοναδικά ανθρώπινα. Οι ιατροί δεν προσφέρουν μόνο δεκάδες τεχνικές αναλύσεις, παρέχουν ηθική καθοδήγηση και ψυχολογική στήριξη. Εκτιμούν το σύνολο του ασθενούς –ιατρικό, κοινωνικό και προσωπικό ιστορικό–, ενώ ένα αυτοματοποιημένο σύστημα βλέπει μόνο αριθμούς. Επιπλέον, υπερβολική εξάρτηση σε αλγοριθμικά εργαλεία μπορεί να οδηγεί σε συστηματικά σφάλματα ή μεροληψίες. Ο γιατρός αξιολογεί όλα τα δεδομένα του ασθενούς (ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, συννοσηρότητες, ψυχοκοινωνικούς παράγοντες) και διαμορφώνει εξατομικευμένες οδηγίες. Εξηγεί, καθησυχάζει και συνοδεύει τον ασθενή στη θεραπεία του. Χωρίς αυτόν τον ανθρωπιστικό παράγοντα, κινδυνεύουμε από υπερ-αυτοματοποιημένες λύσεις που θα αγνοούν την ατομικότητα κάθε ασθενούς.

Συνεπώς, η τεχνολογία πρέπει να λειτουργεί ως βοηθητικό μέσο: να υποστηρίζει και να εμπλουτίζει την ιατρική γνώση, όχι να την υποκαθιστά.

Διαβάστε παρακάτω το άρθρο από το περιοδικό Health Next Generation (Τεύχος 26) και σε ηλεκτρονική μορφή σελ. 94-96 (πατήστε κάτω δεξιά για μεγέθυνση)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Σπύρος Σαπουνάς είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, ειδικευθείς στην ειδικότητα της Ενδοκρινολογίας-Διαβητολογίας-Μεταβολισμού. Στην Ιατρική Σχολή Αθηνών ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή, καθώς και τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Εργάζεται από το 2005 στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας, με σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της πανδημίας COVID-19 ως αντιπρόεδρος του Οργανισμού και αυτήν τη στιγμή είναι αντιπρόεδρος στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων με αντικείμενο την επιστημονική έρευνα.

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: